άσωτος

άσωτος
η , ο [ος , ον ] 1.
1) расточающий, проматывающий; расточительный; 2) беспутный, разгульный; распутный, развратный; 3) см. άσωστος 3, 4, 5, 6;

§ άσωτος υίός — блудный сын;

2. (ο )
1) мот, расточитель; беспутный человек; 2) распутник, развратник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άσωτος" в других словарях:

  • ἄσωτος — having no hope of safety masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • άσωτος — η, ο επίρρ. α σπάταλος, ακόλαστος, διεφθαρμένος: Άσωτος ο γιος, σπατάλησε σύντομα ό,τι του άφησαν οι γονείς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσωτότερον — ἄσωτος having no hope of safety adverbial comp ἄσωτος having no hope of safety masc acc comp sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωτότατα — ἄσωτος having no hope of safety adverbial superl ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτως — ἄσωτος having no hope of safety adverbial ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωτον — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc sg ἄσωτος having no hope of safety neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσωτότατος — ἄσωτος having no hope of safety masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτοις — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτου — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώτους — ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»